- όξος
- το (ΑΜ ὄξος, -ους και -εος)το ξίδινεοελλ.1. φρ. α) «όξος αρωματικό» — φαρμακευτικό αρωματικό υγρό από αραιό οξικό οξύ, οινόπνευμα και αιθέρια έλαιαβ) «όξος μολύβδου» — ο υγρός υποξικός μόλυβδοςαρχ.1. οίνος ελαφρύς, κατώτερης ποιότητας, με υπόξινη γεύση, ξινόκρασο2. καθετί το ξινό3. οίνος από φοίνικες που έχει αποκτήσει ξινή γεύση μετά από οξική ζύμωση στην οποία υποβλήθηκε4. μτφ. δύστροπος άνθρωπος, πικρός, δριμύς χαρακτήρας («χὠνὴρ ὄξος ἅπαν», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυς (πρβλ. ἡδύς: ἧδος)].
Dictionary of Greek. 2013.